πανθήρα

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ἡ, a birdcatcher's

   A whole (future) catch, Ulp. in Dig.19.1.11.18; cf. Lat. panthera, = rete aucupale, Gloss. (panther, = rete quoddam, Varro LL5.100).

German (Pape)

[Seite 460] ἡ, der ganze Fang, Pand.

Greek (Liddell-Scott)

πανθήρα: ἡ, σύμπασα ἡ λεία, Οὐλπιαν. ἐν τοῖς Πανδέκτ. ΙΙ. μέγα δίκτυον, Ἀνθ. Π. 9. 24· panthera, Ἰταλ. pantera, Varro L. L. 9. 55.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η λεία του κυνηγού στο σύνολο της, ολόκληρη η λεία του κυνηγού
2. μεγάλο δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θήρα «κυνήγι»].