παντοεργός

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

όν,

   A all-effective, δύναμις Philol. ap. Stob.1 Prooem. 3.

German (Pape)

[Seite 464] Alles thuend, vollendend, Stob. ecl. phys. 1, 3 aus Philol.

Greek (Liddell-Scott)

παντοεργός: -όν, ὁ τὰ πάντα ἐργαζόμενος, ἐκτελῶν, κατορθῶν, δύναμις Φιλόλαος ἐν Στοβ. Ἐκκλ. 1.8.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που κατορθώνει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. καλο-εργός].