πανθάνω

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

   A = πάσχω, late form in EM98.46, al.

German (Pape)

[Seite 460] = πάσχω, der Etymologie wegen gebildet, E. M., kommt bei Sp. vor.

Greek (Liddell-Scott)

πανθάνω: πάσχω, Δαμασκ. ΙΙ. 317Β, Στουδ. 1228Α, Βασιλείου Πορφυρογ. Νεαραὶ 316, Ἐτυμολ. Μέγ. 98, 46., 450, 13., 566, 26.

Greek Monolingual

Μ
πάσχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που έχει προέλθει από το επαθον, αόρ. β' του πάσχω, κατά το αντίστροφο σχήμα του μανθάνω > ἔμαθον].