παραβλάστημα
English (LSJ)
ατος, τό, = foreg., ib.4.9.2, Gal.UP16.2.
German (Pape)
[Seite 472] τό, das daneben Keimende, Sprossende, Poll. 7, 145 u. Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
παραβλάστημα: τό, παραφυάς, «παραβλάσταρον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 2· οὕτω παραβλάστη, ἡ, αὐτόθι 1. 2, 6.
Greek Monolingual
το, ΝΑ παραβλαστάνω
η παραβλάστη.