παπικός

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πάπα (α. «παπικό κράτος» — το κράτος του Βατικανού
β. «παπική Εκκλησία» — η Δυτική Εκκλησία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στον Αδ. Κοραή].