παραλληλιστής

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
όργανο ατμομηχανής που μετατρέπει την ευθύγραμμη κίνηση του εμβόλου σε περιστροφική της ατράκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος + -ιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].