παράμιλλος

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον,

   A beyond rivalry, Astyd. Eleg.3.    II entering into competition, κατὰ τὴν τῶν ἀποδείξεων ἀκρίβειαν Iamb.Comm.Math.23.

German (Pape)

[Seite 489] wetteifernd, Suid. v. σαυτὴν ἐπαινεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

παράμιλλος: -ον, ὁ ὑπὲρ ἅμιλλαν, πέραν ἁμίλλης, Ἀστυδάμας ἐν Bgk. Lyr. σ. 452 (Σουΐδ. ἐν λ. σαυτὴν ἐπαινεῖς..).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που είναι εκτός άμιλλας, εκτός συναγωνισμού, απαράμιλλος
2. αυτός που μετέχει σε διαγωνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄμιλλα].