παραπόμπιμος

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον,

   A attending, escorting, epith. of Hermes, Sch.E.Med.759.

German (Pape)

[Seite 495] begleitend, so heißt Hermes bei Schol. Eur. Med. 759.

Greek (Liddell-Scott)

παραπόμπιμος: -ον, παραπέμπων, συνοδεύων, ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 759.

Greek Monolingual

-ον Α παραπομπός
(ως επίθ. του Ερμού) αυτός που συνοδεύει κάποιον.