[Seite 496] ion. πάρηρος, wie παρήορος, verrückt, unsinnig, wahnsinnig, Theocr. 15, 8.
πάρᾱρος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. παρήορος.
-ον, Α(δωρ. τ.) βλ. παρήορος.