παρασφύριος

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A beside, near the ankles, Opp.H.3.307.

German (Pape)

[Seite 501] neben, an den Knöcheln, τένοντες, Opp. Hal. 3, 307.

Greek (Liddell-Scott)

παρασφύριος: -ον, ὁ παρὰ τὰ σφυρά, παρασφύριοι τένοντες Ὀππ. Ἁλ. 3. 307.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται παρά τα σφυρά («παρασφύριοι τένοντες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σφῦρα + επίθημα -ιος].