παρασυνεργός
English (LSJ)
όν,
A counteracting, opp. συνεργός, δύναμις Vett. Val.78.22.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που αντενεργει, που αντιδρά.
όν,
A counteracting, opp. συνεργός, δύναμις Vett. Val.78.22.
-όν, Α
αυτός που αντενεργει, που αντιδρά.