ον,
A somewhat bitter, Sch.Ar.V.873.
[Seite 493] etwas bitter, Schol. Ar. Vesp. 873.
παράπικρος: -ον, πικρίζων, ὀλίγον τι πικρός, ὑπόπικρος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 873.
-ον, Ααυτός που πικρίζει λίγο, ο λίγο πικρός.