ἡνία
English (LSJ)
(A), Dor. ἁνία, ίων, τά (v. sub fin.),
A reins, Il.5.226, Od.3.483, Hes.Sc.95, Pi.P.4.18, I.1.15: rare exc. in Poets, ἐφ' ἡνία,= ἐφ' ἡνίαν (v. sq.), Ael.Tact.19.12. II sg., ἡνίον, τό, bit, Poll.1.148. (I.-E. [nmacrnull]siyo-, cf. Skt. nāsyam 'nose-rein', Ir. éssi 'reins'.)
ἡνία (B), Dor. ἁνία, ἡ, post-Hom.,= foreg.,
A bridle, reins, in pl., Pi. P.5.32, A.Pers.193, etc.; πρὸς ἡνίας μάχεσθαι Id.Pr.1010; εἰς τοὐπίσω ἑλκύσαι τὰς ἡ. Pl.Phdr.254c: less freq. in sg., Ἥλιε . . ἐπισχὼν χρυσόνωτον ἡ. S.Aj.847; ἡ. χαλᾶν E.Fr.409: the sg. for one rein, ἔπειτα λύων ἡ. ἀριστεράν S.El.743. 2 metaph., Ἔρως . . ἡνίας ηὔθυνε παλιντόνους Ar.Av.1739; δυοῖν γυναικοῖν ἄνδρ' ἕν' ἡνίας ἔχειν E.Andr.178; ἐφεῖναι καὶ χαλάσαι τὰς ἡ. τοῖς λόγοις Pl.Prt.338a; παραλαβοῦσαι τῆς πόλεως τὰς ἡ. Ar.Ec.466; τούτῳ παραδώσω τῆς πυκνὸς τὰς ἡ. Id.Eq. 1109; γαστρὸς πᾶσαν ἡ. κρατεῖν Men.Mon.81; τῷ δήμῳ τὰς ἡ. ἀνείς Plu.Per.11; ἐνδιδόναι τοῖς βουλήμασι τὰς ἡ. D.H.7.35; παρὰ τὴν ἡ. πράττειν Philostr.Im.2.18; πρὸς ταῖς ἡ., of high officials, BCH32.431 (Delos); ἐπὶ τῶν ἡ. LXX 1 Ma.6.28. 3 as a military term, ἐφ' ἡνίαν wheeling to the left (the left being the bridle hand), Plb. 10.23.2, Ascl. Tact.10.2, Polyaen.4.3.21; [τὸν ἵππον] περισπάσας ἐφ' ἡνίαν τῷ χαλινῷ Plu.Marc.6; ἐξ ἡνίας, opp. ἐκ δόρατος, Plb.11.23.6. II any leather thong, esp. sandal-thong, ἡνίαι Λακωνικαί Ar.Ec.508.