παρδαλήφορος

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον,

   A leopard-borne, π. δέρος leopard's skin, S.Fr.11.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για το δέρμα της λεοπάρδαλης) αυτό το οποίο φέρει η λεοπάρδαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + -φόρος (< φέρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.].