κάκ
English (LSJ)
(A), name of the letter κ
A, κάμηλος θήλεια κεχαραγμένη κὰκ λὰλ ἄλφα PLond.3.909a7 (ii A. D.), cf. BGU153.17 (ii A. D.).
κάκ (B), apocop. for κατά before κ, in Hom. mostly κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν, Il.18.24, 16.412, al.; also
A κὰκ κόρυθα 11.351; κὰκ κορυφήν 8.83; cf κάγ, κάδ.