παρελκυστικός

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που συντελεί ή αποβλέπει στην επιβράδυνση («παρελκυστική τακτική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρελκύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].