πάροιστρος
English (LSJ)
ον,
A frenzied, frantic, ἐπιθυμία, φαντασίαι, Simp.in Epict.pp.78,20D.
German (Pape)
[Seite 525] etwas heftig, fast leidenschaftlich, halb wüthend, Simplic. ad Epict.
Greek (Liddell-Scott)
πάροιστρος: -ον, παράφρων, μανιώδης, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 97, 448, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο ελαφρά παράφορος, σφοδρός (α. «πάροιστρος ἐπιθυμία», Σιμπλίκ.
β. «πάροιστρος φαντασία», Σιμπλίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. παροιστρῶ].