πάροιστρος

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον,

   A frenzied, frantic, ἐπιθυμία, φαντασίαι, Simp.in Epict.pp.78,20D.

German (Pape)

[Seite 525] etwas heftig, fast leidenschaftlich, halb wüthend, Simplic. ad Epict.

Greek (Liddell-Scott)

πάροιστρος: -ον, παράφρων, μανιώδης, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 97, 448, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο ελαφρά παράφορος, σφοδρός (α. «πάροιστρος ἐπιθυμία», Σιμπλίκ.
β. «πάροιστρος φαντασία», Σιμπλίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. παροιστρῶ].