παστερέλλα
Greek Monolingual
η
ζωολ. γένος βακτηρίων της οικογένειας pasteurellaceae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pasteurella, από το όνομα του Louis Pasteur + κατάλ. -ella].
η
ζωολ. γένος βακτηρίων της οικογένειας pasteurellaceae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pasteurella, από το όνομα του Louis Pasteur + κατάλ. -ella].