[Seite 534] ὁ, der Schlag, Rhett. III, 520, 30.
παταγμός: ὁ, κτύπημα, Ρήτορες (Walz) 3. 520.
ὁ, Α πατάσσωχτύπημα («κρουσμὸν μετώπου καὶ παταγμὸν στήθους», Νείλ.).