Aeol. for πῆχυς.
πᾱχυς 1 forearm τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ — αὐχένα φέροισαν (supp. Lobel: of the horses of Diomedes, eating their groom) fr. 169. 30. ]παχυν[ ?fr. 344. 6.
ὁβλ. πήχυς.