πατητήρι

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

πατητήριον

Greek Monolingual

το / πατητήριον, ΝΑ
ο ληνός, κατασκευή ξύλινη ή κτιστή όπου πατιούνται τα σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατῶ + επίθημα -ήριον (πρβλ. ορμη-τήριον].