πειραχτικός

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και πειρακτικός, -ή, -ό πειράζω
αυτός που αρέσκεται να πειράζει, να ενοχλεί τους άλλους, ειρωνικός, χλευαστικός, σκωπτικός, πειραχτήριο.
επίρρ...
πειραχτικά και πειρακτικά
με τρόπο πειραχτικό, ειρωνικά, χλευαστικά.