πελάστατος

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

   A v. πέλας 111.

German (Pape)

[Seite 550] superl. adj. zu πέλας, Inscr.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερθ. βαθμό πελαστάτω του πέλας.