πελτάριον

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

[ᾰ],τό, Dim. of πέλτη, Callix. 2, Luc.Bacch.1.

German (Pape)

[Seite 551] τό, dim von πέλτη, kleine Tartsche; Callix. bet Ath. V, 200 f, Luc. Mort. D. 24, 2 Bacch. 1.

Greek (Liddell-Scott)

πελτάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ πέλτη, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F, Λουκ. Διόν. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de πέλτη.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ πέλτη
υποκορ. του πέλτη.