πελεκισμός

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ὁ,

   A death by the axe, D.S.32.26 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

πελεκισμός: ὁ, θάνατος διὰ πελέκεως, Διοδ. Ἀποσπ. Maii σ. 95.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΑ πελεκίζω
αποκεφαλισμός με πέλεκυ.