πεμφίς

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ίδος or ῖδος, ἡ, = foreg. 5, Lyc.686 (

   A v.l. πεμφίγων).

German (Pape)

[Seite 554] ίδος, ὴ, Nebenform von πέμφιξ, w. m. s.

Greek Monolingual

-ίδος, -ή, -ῑδος, ἡ, Α
η πέμφιγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμφιξ, κατά τα θηλυκά σε -ίς, -ίδος, εφόσον δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ.].