στύπος
English (LSJ)
[ῠ], εος, τό,
A stem, stump, block, στιβαρὸν σ. ἀμπέλου A.R.1.1117; pl., Plb.1.48.9, 21.27.4; also = κύτος, σ. ὅλμου Nic.Th.951, Al.70.
στύπος,=
A στύππη, κάλοι ἀπὸ στύπου Gal.19.126.
[ῠ], εος, τό,
A stem, stump, block, στιβαρὸν σ. ἀμπέλου A.R.1.1117; pl., Plb.1.48.9, 21.27.4; also = κύτος, σ. ὅλμου Nic.Th.951, Al.70.
στύπος,=
A στύππη, κάλοι ἀπὸ στύπου Gal.19.126.