πενθώ

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

πενθῶ, -έω, ΝΜΑ πένθος
1. κατέχομαι από βαθιά ψυχική οδύνη και θρηνώ για μια μεγάλη συμφορά και, κυρίως, για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», Ομ. Ιλ.)
2. έχω πένθος, είμαι σε πένθος
3. φέρω τα εξωτερικά σημάδια του πένθους τηρώντας το τυπικό, δηλ. τα μαύρα ρούχα ή τη μαύρη ταινία στον βραχίονα, πενθηφορώ
αρχ.
παθ. πενθοῡμαι, -έομαι
είμαι αντικείμενο πένθους, μέ θρηνούν.