σύννομος
English (LSJ)
(A), ον, (νέμω, νομή)
A feeding in herds or together, ταῦροι, κριοί, τράγοι, Arist.HA571b22; ἵπποι ib.611a10; μᾶλα Theoc.8.56 codd.(dub.l.): ἀγέλη (metaph., of mankind) Zeno Stoic.1.61 (also σύννομον ἡ φιλία ζῷον, οὐκ ἀγελαῖον Plu.2.93e); φῦλα πάντα συννόμων of birds that flock together, Ar.Av.1756 (lyr.), cf. 209 (anap.); πάνθ' ὅσα σύννομα ζῷα all animals that herd together, Pl.Criti.110b, cf. Lg.666e: c. dat., living with, τινι Luc.Syr.D.54: metaph., ἔρωτες ἄταισι σ. associated with . ., A.Ch.598 (lyr.); πνεύματα πόλει σ. Hp.Aër.3. 2 c. gen. rei, sharing or partaking in a thing, σ. τινί τινος partner with one in . ., Pi.I.3.17; τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομε partner of . ., A. Pers.704 (troch.); τῶν ἐμῶν ὕμνων Ar.Av.678 (lyr.): metaph., θαλάσσῃ (v.l. -ης) σύννομοι Σκιρωνίδες πέτραι, of the Scironides which lie between two seas, E.Hipp.979; πταναὶ σύννομοι νεφέων δρόμου winged partners with the racing clouds, i.e. swift as the clouds, Id.Hel.1488 (lyr.). 3 abs. as Subst., σύννομος, ὁ, ἡ, partner, consort, mate, of soldiers, A.Th.354 (lyr.); ὡς λέοντε συννόμω S.Ph.1436; of wives, αἱ δὲ σ. τἄξω . . τροφεῖα πορσύνουσ' ἀεί Id.OC340; of a paramour, Id.El. 600; of a lioness, A.R.4.1339; θήλεια καὶ ἄρρην οἷον σύννομοι ἴτωσαν εἰς τὸν οἶκον Pl.Lg.925c, cf. 943b; of certain tunnies, ἐστον κατὰ τοὺς λύκους συννόμω prob. in Ael.NA15.3 (εἰς τὸν . . σύννομον codd.). II of things, kindred, correspondent, [τέχναι] ὅσαι σύννομοι Pl.Plt.287b, cf. 289b; ἤθη Id.Lg.930a; ἄστρον Id.Ti.42b; φωνή, ὀσμή, D.H.1.39; λίθοι σ. stones cut so as to fit, ashlar, Plb.8.37.1, Str.5.3.8, 17.1.48.
σύννομος (B), ον, (νόμος)
A lawful, regular, συναγωγὰ τῶν συνέδρων IG 5(1).1390.48 (Andania, i B.C.). Adv. -μως as required by law, Sardis 7(1).20.28 (vi A.D.).