άδος, ἡ, fem. of foreg.,
A ὄρνιθες Mosch.3.49, cf. Nonn.D.14.271.
[Seite 554] ἡ, bes. poet. fem. zu πενθαλέος; φωνή, Nonn. D. 11, 314; Ἰνώ, 9, 281.
-άδος, ἡ, ΜΑθηλ. του πενθαλέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. -άς, -άδος].