ο, θηλ. περιγελάστρα, η, Ναυτός που εμπαίζει και περιγελά τους άλλους, χλευαστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιγελώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν του Karl Weigel].