περιενδύω

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
ντύνω γύρω γύρω με επικάλυμμα, καλύπτω απ' όλες τις πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ενδύω «ντύνω». Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].