περικλάζω

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

   A make a noise round, αἰετὸν . . π. κολοιοί Tryph.249.

German (Pape)

[Seite 579] (s. κλάζω), rings umher lärmen, Tryphiod. 249.

Greek (Liddell-Scott)

περικλάζω: κλάζω, κράζω περί τινα, αἰετὸν ... περικλάζουσι κολοιοὶ (ἐν τοῖς βιβλίοις περικράζουσι) Τρυφιόδ. (γράφε Τριφ.) 249.

Greek Monolingual

Α
κράζω, θορυβώ ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλάζω «παράγω ήχο διαπεραστικό, κράζω»].