περικάθαρσις

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A clearing round, τῶν ῥιζῶν Thphr.CP5.9.11 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

περικάθαρσις: ἡ, τὸ καθαίρειν κύκλῳ, περικαθάρισμα, τῶν ῥιζῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9. 11.

Greek Monolingual

ἡ, -άρσεως, Α περικαθαίρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικαθαίρω, πλήρης κάθαρση.