περιπλάνιος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον, poet. for

   A περιπλανής, βίος AP7.736 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 587] poet. für περιπλανής, βίος, Leon. Tar. 55 (VII, 736).

Greek (Liddell-Scott)

περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ περιπλανής, Ἀνθ. Π. 7. 736.

Greek Monolingual

-ον, Α περιπλανής
(ποιητ. τ.) περιπλανώμενος, περιπλανής.