περιπλοκάδην

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A = περιπλέγδην, AP5.251 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 588] adv., = περιπλέγδην, Paul. Sil. 6 (V, 252).

Greek (Liddell-Scott)

περιπλοκάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. = περιπλέγδην, Ἀνθ. Π. 5. 252.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. περιπλέγδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλοκή / περιπλέκω + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. περιφορ-άδην)].