περκαίνω

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

= foreg.,

   A σέλας οἰνωπὸν ἐξέλαμπε περκαίνων γένυν E.Cret.15;=διαποικίλλεσθαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 602] schwärzlich nachen, dunkel färben, Hesych. erkl. διαποικίλλεσθαι.

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι περκνό, του δίνω πιο σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. περκνός.