πεφροντισμένως

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

Adv., (φροντίζω)

   A carefully, Str.15.1.2, D.S.12.40, Ph.2.214, J.AJ15.2.7, Antyll. ap. Orib.44.8.7, Themist.Ep.8, etc.; π. ἔχειν Ael.NA3.33.

German (Pape)

[Seite 607] (φροντίζω), kluger Weise; D. Sic. 12, 40; Strab.

Greek (Liddell-Scott)

πεφροντισμένως: Ἐπίρρ. τοῦ φροντίζω, ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Στράβ. 685, Διόδ. 12. 40, κτλ.· π. ἔχειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 33.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec prudence.
Étymologie: πεφροντισμένος, part. pf. Pass. de φροντίζω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με φροντίδα, με σύνεση
2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» — δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος του φροντίζω.