πηρίδιον

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of πήρα, Ar.Nu.923 (anap.), Fr.486;

   A π. γνωρισμάτων Men.Epit.114, cf. Ant.Diog.6, Hld.10.9, Porph.Abst. 2.15.

German (Pape)

[Seite 611] τό, dim. vom Vorigen, Ar. Nub. 921.

Greek (Liddell-Scott)

πηρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ πήρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 923, Ἀποσπ. 410.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de πήρα.

Greek Monolingual

τὸ, Α πήρα
μικρός σάκος, σακίδιο, σακουλάκι, ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.).