πηλόπλαστος

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον,

   A moulded of clay, π. σπέρμα, of a man, A.Fr. 369.

German (Pape)

[Seite 610] aus Thon, Lehm gebildet, σπέρμα, Aesch. frg. 380.

Greek (Liddell-Scott)

πηλόπλαστος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ πεπλασμένος, π. σπέρμα, ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 373.

Greek Monolingual

-ον, Α
(σχετικά με τον άνθρωπο) πλασμένος από πηλό..
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλαστός (< πλάσσω), πρβλ. κηρό-πλαστος].