πιμελέα
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης θυμελαιώδη που είναι ιθαγενή της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και τών Φιλιππίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pimelea (< πιμελή)].
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης θυμελαιώδη που είναι ιθαγενή της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και τών Φιλιππίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pimelea (< πιμελή)].