πιστοχρέωση
Greek Monolingual
η, Ν
(στη λογιστική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πιστοχρεώνω, η καταχώρηση στα λογιστικά βιβλία χρηματικών ποσών «εις πίστωσιν» ή «εις χρέωσιν» κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιστοχρεώνω. Η λ., στον λόγιο τ. πιστοχρέωσις, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικό του Άγγ. Βλάχου].