πιστοχρέωση

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
(στη λογιστική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πιστοχρεώνω, η καταχώρηση στα λογιστικά βιβλία χρηματικών ποσών «εις πίστωσιν» ή «εις χρέωσιν» κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιστοχρεώνω. Η λ., στον λόγιο τ. πιστοχρέωσις, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικό του Άγγ. Βλάχου].