πλάνισμα
Greek Monolingual
και πλάνιασμα, το, Ν πλανίζω
τεχνολ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλανίζω, η κατεργασία μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών με την πλάνη.
και πλάνιασμα, το, Ν πλανίζω
τεχνολ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλανίζω, η κατεργασία μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών με την πλάνη.