-ίδος, ἡ, Αη γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. Μηλ-ίς)].