πλημμυρόμετρο

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
φρέαρ που συγκοινωνεί υπογείως με ποταμό και χρησιμεύει για τον έλεγχο της στάθμης του νερού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμύρα + μέτρο].