πνευματίας

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = πνευματώδης 1.3, Hp.Acut.17.

German (Pape)

[Seite 640] ὁ, keuchend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτίας: -ου, ὁ, = πνευματώδης, Ι. 3, Ἱππ. περὶ Ὀξέων Διαίτ. 386. ΙΙ. = πνευματώδης ΙΙ, Εὐστ. Πονημάτ. 299. 12.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, ΜΑ
αυτός που παράγει αέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. πνευμον-ίας)].