πνευμονίτιδα

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. φλεγμονή κυρίως του διάμεσου πνευμονικού ιστού, όπως στις πνευμονοκονιάσεις, στις ακτινικές βλάβες τών πνευμόνων κ.ά. νόσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonitis (< πνεύμων, -ονος + επίθημα -ίτιδα)].