πόδαυρος

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον, (αὔρα)

   A = ποδήνεμος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 642] windfüßig, schnell wie der Wind, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πόδαυρος: -ον, (αὔρα) «ποδαύρου· ἐρρωμένου τοὺς πόδας» Ἡσύχ., πρβλ. ποδήνεμος, τοῖς ποσὶ ταχύς, ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 260.

Greek Monolingual

ὁ, Α
δυνατός, γρήγορος στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + αὔρα (πρβλ. ἐν-αυρος)].