A = πνίγω, AP12.222 (Strat.).
[Seite 641] = πνίγω, Strat. 64, 8 (XII, 222).
πνῑγίζω: πνίγω, Ἀνθ. Π. 12. 222.
Α(ποιητ. τ.) πνίγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνῑγ- του πνίγω + κατάλ. -ίζω].