ποδένδυτος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον, (ἐνδύω)

   A drawn over the feet, π. κατασκήνωμα, = πέπλος ποδιστήρ, A.Ch.984(998).

German (Pape)

[Seite 642] an den Fuß gezogen; aber bei Aesch. Ch. 992 ist ποδένδυτον = ποδιστήρ oder ποδήρης πέπλος.

Greek (Liddell-Scott)

ποδένδῠτος: -ον, (ἐνδύω) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. κατασκήνωμα = πέπλος ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe jusque sur les pieds.
Étymologie: πούς, ἐνδύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῡ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ-ένδυτος)].